- διέλκω
- διέλκω (Α) [έλκω]1. ανοίγω διάπλατα2. σέρνω, τραβώ μέσα από κάτι ή κάπου3. τραβώ πλοία στην ξηρά4. τραβώ, κινώ πάνω κάτω5. συνεχίζω να πίνω, το τσούζω6. παθ. (για χρόνο) παρατείνω7. παθ. (για ανάγνωση χειρογράφων) διαβάζομαι ξεχωριστά, διαχωρίζομαι8. μέσ. αναβάλλω9. φρ. α) «διέλκω (βίον)» — περνώ τη ζωήβ) «διέλκω φόρον» — καθυστερώ την πληρωμή φόρου.
Dictionary of Greek. 2013.